Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Σ'ΑΓΑΠΩ...

Σε αγαπώ με όλα όσα ήμουν, είμαι και θα είμαι.
Σε αγαπώ με όλα όσα έχω πράξει, πράττω και θα πράξω.
Σε αγαπώ όπου και αν είμαι... και θα σε αγαπώ όπου και αν θα είμαι.
Δεν θυμάμαι να έκανα τίποτα άλλο... όπου και να ήμουν.
Ήσουν μέσα σε όλα όσα ήθελα... θέλω... θα θέλω.
Είμαι Εσύ και είσαι Εγώ... είμαστε Ένα...
Ένα... με δυο μορφές και άπειρες ιδιότητες...
Σε κοιτάζω και βυθίζομαι μέσα σου... ταξιδεύω...
ακολουθώ όλα τα μονοπάτια του νου σου...
Ακολουθώ όλες τις αφετηρίες και τις πηγές σου...
Περπατώ σε όλους τους δρόμους που ακολούθησες ποτέ...
Αγγίζω κάθε γωνία σου και κάθε αγωνία σου...
Φιλώ κάθε πληγή σου... κάθε δάκρυ που ποτέ δεν χύθηκε και πέτρωσε μέσα σου...
Αντικρίζω εικόνες από πατρίδα και ουρανούς... αφημένους πίσω σε αρχαίους καιρούς...
Απλώνομαι μέσα σε γνωστά χρώματα...
Αφουγκράζομαι αρχαίες μελωδίες...
Νιώθω την καρδιά μου να συγκλονίζετε...
Την ψυχή μου να σπαρταρά από λαχτάρα...
Από επιθυμία για όλα αυτά που άφησε πίσω της.
Μέσα στη ματιά μου έχει μαζευτεί όλη μου η ψυχή... ...έτσι...
...για να εισχωρήσει στην δική σου και να χαϊδευτεί μαζί της...
Να κουρνιάσω μέσα σου και να αφεθώ μία στάλα...
Να δυναμώσω από την αγάπη σου...
Την αγάπη σου... την πηγή της γέννησης μου...
...την αφετηρία της ύπαρξης μου! Μ(Α)

Μικρός Πρίγκιπας Κεφ. 23

- Καλημέρα, είπε ο μικρός πρίγκιπας.

- Καλημέρα, είπε ο έμπορος.

Ήταν ένας έμπορος τελειοποιημένων χαπιών που έκοβαν τη δίψα. Έπινες ένα κάθε βδομάδα και έτσι δεν ένιωθες πια την ανάγκη να πιεις νερό.

- Γιατί τα πουλάς αυτά; είπε ο μικρός πρίγκιπας.

- Έχεις μεγάλη οικονομία χρόνου, είπε ο έμπορος. Οι ειδικοί έχουν κάνει τους υπολογισμούς. Κερδίζεις πενηντατρία λεπτά τη βδομάδα.

- Και τι τα κάνεις αυτά τα πενηντατρία λεπτά;

- Τα κάνεις ότι θέλεις...

"Εγώ, είπε μέσα του ο μικρός πρίγκιπας, αν είχα πενηντατρία λεπτά σε χρόνο να ξοδέψω, θα έκανα σιγά-σιγά ένα ωραίο περίπατο μέχρι κάποια πηγή..."


Ο χρόνος!


Όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι που στεκόμουν μπροστά στο πανύψηλο θαυματουργό κουτί και ανυπομονούσα να το ακούσω. Δεν ήξερα να διαβάζω τις ώρες και παρακαλούσα την μητέρα να μου πει πότε χτυπάει τις πολλές φορές. Τις μετρούσα με τα δάκτυλα και μπερδευόμουν. Η μητέρα μου έλεγε ένα παραμύθι.
Μέσα σ' αυτό το κουτί είναι κλεισμένος ο χρόνος. Κάθε φορά που χτυπάει, να ξέρεις πως εκείνη τη στιγμή, ένα κομματάκι από τον χρόνο ξεφεύγει,ξεγλιστράει από το κουτί, βγαίνει έξω και σκορπιέται παντού. Κάθεται πάνω στα έπιπλα, στα χαλιά στα λουλούδια,στα μαλλιά μου, στα δέντρα, και ποτέ μα ποτέ δεν γυρίζει πίσω στο σπίτι του. Χάνεται. Το παραμύθι με γέμιζε ανησυχίες. Ήθελα να το δω το χρόνο. Δεν τα κατάφερνα. Κοιτούσα γύρω μου όταν ξέφευγε μελωδικά από το κουτί και προσπαθούσα να το διακρίνω. Να 'ταν ο καπνός ή το αεράκι που φυσούσε; Ρωτούσα την μητέρα με αγωνία. Έτσι που όλο φεύγει κάθε μέρα αν αδειάσει το κουτί, τί θα γίνει; Θα σταματήσει να χτυπάει; Εκείνη με καθησύχαζε. Μη νοιάζεσαι, έχει πολύ χρόνο μέσα το κουτί. Είναι θαυματουργό. Ποτέ δεν αδειάζει. Μ(Α)

Το δικό μου αστέρι...

Σάν πέφτει η νύχτα, και το σκοτεινό πέπλο σκεπάζει την πλάση, ένα μονάχα συλλογίζομαι:
Τα αστέρια και την μοναδική λαμψη τους. Κλείνω τα μάτια μου και η φαντασία μου πετάει σ' άλλους πλανήτες, νιώθω τη διάσταση και την μοναδικότητα τους, το ξεχωριστό σχήμα του εδάφους και το χώμα που αναπνέει. Διαλέγω το δικό μου αστέρι, το ένα και μοναδικό δικό μου αστέρι, του λέω τις σκέψεις μου, τα όνειρά μου, του εξηγώ γιατί αγαπώ τους φίλους μου και τους γνωστούς μου, αλλά δεν μπορώ εύκολα να εξηγήσω γιατί πληγώνομαι ή γιατί τους πληγώνω, γιατί η ζωή είναι όμορφη αλλά και σκληρή, γιατί έχει το όνειρο αλλά και την απογοήτευση, γιατί έχει τον πόλεμο και την ειρήνη.
Ας μπορούσα να τα σβήσω όλα και να αρχίσω από τον άνθρωπο, τον φίλο, το παιδί και τον μεγάλο, τη φύση και τ' άστρα και κάθε ζωντανό πλάσμα, καθετί που μας κάνει να νιώθουμε μοναδικοί... Μ(Α)

Μαθαίνοντας να αγαπά, γνώρισε τον άνθρωπο...

Θέλει να την αγαπάνε. Να την αγαπάνε χωρίς παζαρέματα, πολύ και αλογάριαστα. Μικρή κατάλαβε πως για να τα καταφέρει έπρεπε πρώτα να αγαπήσει αυτή τους ανθρώπους ή τουλάχιστο να κάνει πως τους αγαπά. Μπορεί στην αρχή να 'ταν ένα παιχνίδι, ύστερα όμως το συνήθισε και δεν χρειαζόταν να το παίξει. Αγαπόυσε όπως πεινούσε, όπως διψούσε, όπως πονούσε. όπως γελούσε. Όταν έβλεπε για πρώτη φορά ένα παιδί, έλεγε αμέσως, να μια καινούρια φιλία, και έβαζε τα δυνατά της να την αποκτήσει. Της φαινόταν σαν κάτι που ήταν πολύ ψηλά και έπρεπε να το αποκτήσει. Της φαινόταν σαν να 'ταν κάτι που έστεκε πολύ ψηλά κι έπρεπε να βιαστεί να το φτάσει, να τ' αγγίξει, να το κάνει δικό της, αλλιώς πάει θα χανόταν. Να το 'κανε για παιχνίδι; Κάθε αποτυχία την απέλπιζε λες και ο άνθρωπος που είχε τάξει ν' αγαπήσει ήτανε η μοναδική σανίδα σωτηρίας και πως χωρίς αυτόν θα καταποντιζότανε μέσα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ίσως αυτός ο φόβος, αυτή η ανάγκη την έσπρωξε να βρεί τα όπλα που της χρειάζονταν για να κατακτήσει τους ανθρώπους. Ίσως. Γιατί πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς το δίχτυ που με τόση σοφία είχε πλέξει, παιδί άπειρο, για να παγιδεύσει την φιλία; Πλησίασε αποφασιστικά τον άνθρωπο. Φιλία; Πλησίασε αποφασιστικά τον άνθρωπο.... Μ(Α)